- ευβοϊκός
- -ή, -ό (ΑΜ εὐβοϊκός, -ή, -όν, Α και εὐβοεικός και εὐβοικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εύβοια ή στους κατοίκους της2. αυτός που προέρχεται από την Εύβοια ή χρησιμοποιείται σ' αυτήννεοελλ.φρ. «Ευβοϊκός Κόλπος» — ο διπλός κόλπος που σχηματίζεται μεταξύ τής Εύβοιας και τής Στερεάς Ελλάδαςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐβοϊκόνείδος γλυκού με κάστανα.
Dictionary of Greek. 2013.